Κρυπτικοί

Κρυπτικοί
Οπαδοί χριστιανικής λουθηρανικής αίρεσης των αρχών του 17ου αι. Υποστήριζαν ότι ο Ιησούς είχε διατηρήσει κρυφά τις θεϊκές ιδιότητές του στο διάστημα της ενανθρώπησής του. Την αίρεση αυτή υποστήριζαν κυρίως Γερμανοί θεολόγοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρυπτικός — ή, ό (Α κρυπτικός ή, όν) [κρυπτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική αμυγδαλίτιδα») 3. φρ. βιολ. «κρυπτικός χρωματισμός» χρωματισμός που… …   Dictionary of Greek

  • Κενωτικοί — Οπαδοί λουθηρανικής αίρεσης του 17ου αι. Προήλθε από τη διαμάχη των θεολόγων του πανεπιστημίου Γκίσεν με τους ομολόγους τους του πανεπιστημίου Τίμπιγκεν. Οι τελευταίοι πίστευαν ότι ο Χριστός είχε κρύψει τις θεϊκές ιδιότητές του κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”